- τραμβαγέρης
- και τραβαγέρης, ο, θηλ. τραμβαγέρισσα, Νοδηγός ή εισπράκτορας τροχιοδρομικού οχήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραμβάι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. καμαρ-ιέρης) με ανάπτυξη -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραμβαγέρης — ο θηλ. ισσα οδηγός ή εισπράκτορας του τραμ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)